Σβαν

Σβαν
ο, Ν
φρ. α) «έλυτρο τού Σβαν»
ανατ. το σύνολο τών νευρογλοιακών κυττάρων τα οποία περιβάλλουν τις νευρικές αποφυάδες, ιδίως τον νευράξονα, και περιελίσσονται συχνά γύρω τους πολλές φορές, αλλ. νευρείλημα
β) «κύτταρα τού Σβαν»
ανατ. τα νευρογλοιακά κύτταρα που περιβάλλουν τις νευρικές αποφυάδες τού περιφερειακού νευρικού συστήματος και σχηματίζουν τις στιβάδες τού ελύτρου τού Σβαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Γερμανού ανατόμου Theodor Schwan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σβαν — η, Ν (ενν. γλώσσα) γλωσσ. μη γραπτή γλώσσα που μιλιέται στα νότια τού όρους Ελμπρούζ υψίπεδα τού Καυκάσου και που μαζί με την γεωργιανή, την μιγκρελιανή και την λαζ συγκροτούν την λεγόμενη καρτβελιανή ή νότια καυκασιανή γλωσσική οικογένεια.… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • μυελίνη — η φυσιολ. λιποπρωτεΐνη που παράγεται από τα κύτταρα τού Σβαν τών περιφερειακών νεύρων και από τα ολιγοδενδροκύτταρα τού κεντρικού νευρικού συστήματος και σχηματίζει ένα έλυτρο γύρω από τους νευρίτες τών νευρικών κυττάρων τών περιφερειακών νεύρων… …   Dictionary of Greek

  • νευρίνωμα — το ιατρ. καλοήθης όγκος τών περιφερειακών νεύρων, συνήθως μεμονωμένος, που εκπορεύεται από τα κύτταρα τού Σβαν, αλλ. σβάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurinoma < νευρ(ο) * + ίνωμα] …   Dictionary of Greek

  • νευρείλημα — το (ιστολ.) έλυτρο που περιβάλλει τις νευρικές ίνες, συνήθως πολλές μαζί, και εξασφαλίζει τη θρέψη τους, αλλ. έλυτρο τού Σβαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurilema < νευρ(ο) * + είλημα «κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ.… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρική βιολογία — Επιστήμη που μελετά τη δομή, τις ιδιότητες και τις λειτουργίες των κυττάρων και των κυτταρικών συστατικών. Τα κύτταρα ανακαλύφθηκαν στα μέσα του 17ου αι. από τον Χουκ, μετά την ανακάλυψη του μικροσκοπίου. Με τη συνεχή βελτίωση των τελευταίων, όλο …   Dictionary of Greek

  • Νέγκελι Καρλ Βίλχελμ φον- — (Wilhelm Carl von Naegeli ή Nάgeli, Κίλσμπεργκ 1817 – Μόναχο 1891). Ελβετός βοτανολόγος. Μαθητής του περίφημου βοτανολόγου Ογκιστέν Πιράμους ντε Kαντόλ, αφιερώθηκε στη μελέτη της μικροσκοπικής δομής των φυτών και ανέπτυξε κυρίως τη δραστηριότητά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”